Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009

Αναμνήσεις από το μεγαλύτερο τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001

Πέρασαν 8 χρόνια από τότε και τίποτα δεν έχει σβηστεί από τη μνήμη μας, από την φοβερή εκείνη ημέρα, που η τρομοκρατία κατάφερε το μεγαλύτερο χτύπημα, στην καρδιά της υπερδύναμης, αλλάζοντας τα δεδομένα.
Διαβάστε το ενδιαφέρον κείμενο που δημοσιεύεται στην foreignpress-gr.com
Δύο διαφορετικοί κόσμοι, μια κληρονομιά
Καμπούλ, Φιλιώ Π. Κοντραφούρη
Τη στιγμή που πριν οκτώ χρόνια, ο πλανήτης παρακολουθούσε άφωνος από την τηλεόραση τα όσα διαδραματίζονταν στην καρδιά της Νέας Υόρκης, στο Αφγανιστάν σιγά-σιγά βράδιαζε. Το ρεύμα τότε ήταν ελάχιστο και ο περισσότερος κόσμος που είχε ηλεκτρικό, προερχόταν αποκλειστικά από γεννήτριες. Οι δρόμοι στην Καμπούλ ήταν άδειοι, όπως κάθε απόγευμα, κι ας ήταν τα μαγαζιά ανοιχτά. Για γυναίκες στους δρόμους, ούτε λόγος. Κι αν υπάρχει κάτι από την εποχή των Ταλιμπάν που δεν θα ξεχάσουν ποτέ οι Αφγανοί, είναι η απέραντη σιωπή που επικρατούσε κάθε ώρα της μέρας και της νύχτας. Έτσι κι εκείνο το βράδυ, όπως χρόνια, όλοι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους, χωρίς τηλεόραση (αφού τις είχαν απαγορεύσει οι Ταλιμπάν), χωρίς τηλέφωνα, χωρίς σχεδόν καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Όταν εκείνο το βράδυ της 11ης Σεπτεμβρίου άκουσαν από το ραδιόφωνο (που δούλευε με μπαταρίες και απαγορευόταν να παίζει μουσική) για την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, οι περισσότεροι Αφγανοί δεν ήξεραν καν ότι υπήρχε ένα τέτοιο μέρος. Δεν ήξεραν καν ότι μπορεί να υπάρχουν τόσο ψηλά κτίρια στον κόσμο. Σε κάποια απομακρυσμένα μέρη του Αφγανιστάν, τα νέα έφτασαν τουλάχιστον τέσσερις μέρες μετά. Και σε αντίθεση με κάποιες άλλες χώρες, όπως το Πακιστάν, όπου στα σχολεία οι δάσκαλοι έδιωξαν τα παιδιά και τους είπαν να πάνε στα τζαμιά για να τους ανακοινώσουν κάποια “πολύ ευχάριστα νέα,” οι Αφγανοί, χωρίς να ξέρουν ακόμα τι ακριβώς συμβαίνει και τι αντίκτυπο θα είχε στη χώρα τους, λυπήθηκαν. “Έχουμε περάσει τόσους πολέμους κι έχουμε χάσει τόσα παιδιά, εκείνη την ώρα ευχήθηκα ποτέ, κανένας να μη χάσει το παιδί του,” μου είπε ένας Αφγανός τις προάλλες για το πως αισθάνθηκε όταν έμαθε για την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους.
Σήμερα, οκτώ χρόνια μετά, στην Καμπούλ η εικόνα ήταν τόσο διαφορετική. Στο Λεσέ Μαριάμ, ένα από τα μεγαλύτερα παζάρια της πόλης για τους ντόπιους, οι γυναίκες που κυκλοφορούσαν ήταν περισσότερες από τους άνδρες. Τυλιγμένες με τις μπούρκες τους, κάθονταν, χωρίς να συνοδεύονται από κάποιον άνδρα, μπροστά στους πάγκους με τα πλαστικά βραχιολάκια από την Ινδία και δοκίμαζαν τα χρώματα. Έμπαιναν στα μαγαζιά με τις οικογένειες τους και αγόραζαν πολύχρωμα σαλβάρ-καμίζ (αφγανικά ρούχα). Που και που, αγόραζαν και καμιά μπούρκα. Ένα μαγαζί πουλούσε σήμερα μια κάθε μια ώρα. Όλες όμως οι Αφγανές τις αγόραζαν με τη θέληση τους. Κι αν τις ρωτήσεις, θα σου δώσουν δεκάδες λόγους γιατί ακόμη και σήμερα επιλέγουν να τη φοράνε (ένας λόγος είναι η προστασία τους από την υπερβολική σκόνη). Από τα αυτοκίνητα, ακούγονταν τραγούδια και τα μαγαζιά και οι πάγκοι των μικροπωλητών ήταν σα χρωματιστά μελίσσια που βούιζαν από φωνές και χαμόγελα. Τώρα όλοι οι Αφγανοί ξέρουν για την Αμερική, για το ίντερνετ, για το τι υπάρχει στον έξω κόσμο, που ένα κομματάκι του δικαιολογημένα θέλουν και οι ίδιοι. Αν η 11η Σεπτεμβρίου ήταν η μέρα που άλλαξε τον κόσμο, τότε σίγουρα η πιο μεγάλη αλλαγή ήρθε εδώ, σ’ αυτή τη γωνιά της νοτιανατολικής Ασίας. Ακόμα και σήμερα, υπάρχουν Αφγανοί που λένε, όσο κι αν λυπούνται για ό,τι συνέβη, πως αν δεν ήταν η 11η Σεπτεμβρίου, ακόμα θα ήταν ξεχασμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Λυπούνται που μέσα από τις στάχτες και τα συντρίμμια των Δίδυμων Πύργων ξεπήδησαν οι σπίθες που θα τους βοηθούσαν να ξαναχτίσουν τις δικές τους ζωές. Όποιον κι αν ρωτήσεις εδώ, κανένας δεν επιθυμεί την επιστροφή των Ταλιμπάν ή των οπλαρχηγών. Γιατί τώρα, οι Αφγανοί ξέρουν. Και ίσως έχουν μάθει κιόλας. Μπορεί η μικρή καθημερινότητα εκατομμυρίων Αφγανών, όπως αυτών που τόσο ανέμελα ψώνιζαν το πρωί στο Λεσέ Μαριάμ, να έχει αλλάξει όπως οι ίδιοι λένε προς το καλύτερο, όμως η μεγάλη πραγματικότητα στο Αφγανιστάν παραμένει αμείλικτα σκληρή, με το ρολόι τώρα να μετράει αντίστροφα. Κι αυτό γιατί τα λάθη που έγιναν αυτά τα οκτώ χρόνια εις βάρος των απλών Αφγανών είναι τεράστια. Η χώρα που ήταν για χρόνια η βάση της Αλ-Κάιντα και που η Αμερική υποσχέθηκε να αλλάξει, για μια ακόμα φορά στέκεται στο χείλος της αβύσσου μιας κατάρρευσης, παρά τα δισεκατομμύρια σε βοήθεια, τις 100.000 ξένους στρατιώτες και τις χιλιάδες θανάτους αμάχων και στρατιωτών. Δικαιολογημένα λοιπόν, άνθρωποι όπως ο Αμπντούλ Αλί, ένας ταξιτζής στην Καμπούλ, αναρωτιούνται “πως θα πάει μπροστά η χώρα όταν οκτώ χρόνια τώρα, οι ξένες δυνάμεις δε μπορούν καν να ασφαλίσουν μια μόνο περιοχή, όπως η Χελμάντ;”
Εκείνο το πρωινό του Σεπτέμβρη του 2001, λίγο πριν το δεύτερο αεροπλάνο καρφωθεί στο δεύτερο πύργο, παρακολουθούσα από το σταθμό του τραίνου Ν στο Ditmars Boulevard, στη Νέα Υόρκη, τους μαύρους καπνούς που είχαν αρχίσει να πνίγουν την άκρη του Μανχάταν. Σε λίγη ώρα, τα κινητά σταμάτησαν να δουλεύουν και με δυσκολία προσπαθούσαμε όλοι να μάθουμε τι συμβαίνει. Όπως οι Αφγανοί, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά δε γνώριζαν τι συνέβαινε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, έτσι κι εμείς τότε στη Νέα Υόρκη δε γνωρίζαμε για το τι ακριβώς συνέβαινε στη δική τους χώρα.
Οκτώ χρόνια μετά από εκείνο το πρωινό του Σεπτέμβρη, οι δύο αυτοί κόσμοι συνεχίζουν να προσπαθούν να έρθουν πιο κοντά. Άλλωστε, αυτά που ενώνουν τους ανθρώπους είναι περισσότερα από αυτά που τους χωρίζουν. Αρκεί να μην ξεχάσουμε το πως ήταν κάποτε εδώ, το πως θα έπρεπε να είναι και το πως και γιατί ξεκίνησαν όλα, ακριβώς εδώ, κάτω από τα πανύψηλα βουνά του Αφγανιστάν.
Η δημοσιογράφος Φιλιώ Κοντραφούρη υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας στη Νέα Υόρκη της 11η Σεπτεμβρίου του 2001, την ημέρα "που άλλαξε ο κόσμος" . Οκτώ χρόνια αργότερα, βρίσκεται χιλιάδες μίλια μακριά, στο Αφγανιστάν και καταγράφει τις αγωνίες ενός άλλου, "πληγωμένου"΄κόσμου από την 11η Σεπτεμβρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ τα σχόλια να γίνονται μόνον επώνυμα!