Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010

Μετανάστευση: ευχή ή κατάρα;

Του Σωτήρη Χατζηγάκη
πρώην Υπουργού - Βουλευτή ΝΔ
Ι) Η οικονομική παράμετρος της μετανάστευσης
Στην Ευρώπη οι εκτενείς μεταναστεύσεις δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. «Η Ευρώπη γεννήθηκε μιγάς», λέει χαρακτηριστικά ο μεγάλος ιστορικός Ζακ Λε Γκοφ1. Η επιμειξία, συνεπώς, επηρέασε την Ευρώπη στην πολιτισμική της διαμόρφωση, αλλά και...
...στο οικονομικό πεδίο. Έτσι λοιπόν σήμερα «οι κάτοικοι της Ένωσης διαιρούνται σε εκατό διαφορετικές εθνικότητες, μιλούν ογδόντα εφτά διαφορετικές γλώσσες και διαλέκτους, καθιστώντας τη μια από τις πολύμορφες πολιτισμικά περιοχές του κόσμου2.
Η πληθυσμιακή και γλωσσική αυτή πολυμορφία, αφού ξεπέρασε τα προβλήματα διαμόρφωσης των κρατών-εθνών, υπηρέτησε τελικά τη συνοχή και τη συνεκτικότητα των Ευρωπαϊκών εθνών. Τους περασμένους αιώνες, τόσο η Ευρώπη, όσο και η Ελλάδα, αντιμετώπισαν με επιτυχία τα διάφορα μεταναστευτικά ρεύματα, τα οποία άλλωστε ήταν πολύ μεγαλύτερα από τα σημερινά. Άλλωστε, η Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπει ότι μέχρι το 2030 θα έχει η ίδια έλλειμμα σε ανθρώπινο δυναμικό της τάξης των 20.000.000 ατόμων3. Σε αναφορά, εξάλλου, της Deutsche Bank το 20024, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατά το 2050 θα έχει 75 συνταξιούχους για κάθε 100 εργαζομένους. Το πρόβλημα αυτό θα είναι οξύτερο –ή εξίσου οξύ–για την Ελλάδα με τη μεγάλη υπογεννητικότητα και την μετατροπή της σε «χώρα γερόντων». Το θέμα είναι μείζον και συνδέεται με τα προβλήματα της κοινωνικής αναζωογόνησης, το ασφαλιστικό, το συνταξιοδοτικό, την προσφορά υπηρεσιών στις κατασκευές, στη γεωργία και σ’ ένα πλήθος βοηθητικών υπηρεσιών.
ΙΙ) Η «εθνικιστική» πλευρά της μετανάστευσης
Από εθνικιστικούς κύκλους και κυρίως από ακροδεξιά κόμματα υποστηρίζεται πως η σημερινή μετανάστευση δημιουργεί ποικίλα προβλήματα, κυρίως κοινωνικής συνοχής, ενώ απειλεί την εθνική ασφάλεια, την πολιτισμική «καθαρότητα» του κοινωνικού ιστού και ίσως τους εκλογικούς, κομματικούς συσχετισμούς. Οι απόψεις αυτές ταυτίζουν, ανιστόρητα, τις περιπτώσεις θρησκευτικών ή εθνικών μειονοτήτων σε κάποιες χώρες επί πολλούς αιώνες, με το σημερινό φαινόμενο των οικονομικών μεταναστών που αναζητούν εργασία και κοινωνική ένταξη σήμερα.
Αναμφισβήτητα χρειάζεται να διαμορφωθεί μια συγκροτημένη μεταναστευτική πολιτική στην Ελλάδα, χωρίς εύκολες αντιγραφές από πρότυπα άλλων χωρών, ώστε να μην υπάρξει πολιτική και πολιτισμική περιθωριοποίηση των μεταναστών, αλλά και συγχρόνως να μην ευνοείται η αθρόα εισδοχή πληθυσμών, ιδιαίτερα ξένων προς τα Ελληνικά πολιτισμικά πρότυπα, τα ήθη και τις παραδόσεις της χώρας μας. Εφ’ όσον, συνεπώς, οι μετανάστες στη χώρα μας επιθυμούν –και το επιχειρούν– να μεθέξουν στα Ελληνικά παιδευτικά και πολιτισμικά πρότυπα, και επιλέγουν για τα παιδιά τους να εγγραφούν σε Ελληνικά σχολεία, αποκτώντας έτσι Ελληνική παιδεία και νοοτροπία, νομίζουμε πως η Ελληνική Πολιτεία θα πρέπει να τους αποδώσει την Ελληνική ιθαγένεια, όταν μάλιστα οικεία βούληση οι μετανάστες αυτοί διαβιούν στη χώρα μας για ικανό χρονικό διάστημα και αποκτούν Ελληνική συνείδηση. Κατά τον Ισοκράτη, άλλωστε, Έλληνας είναι εκείνος που μετέχει της Ελληνικής παιδείας. Πολύ περισσότερο γίνεται Έλληνας όποιος επιθυμεί να γίνει μέλος και της οργανωμένης Ελληνικής κοινωνίας.
ΙΙΙ) Ο δήθεν κίνδυνος αλλοίωσης της Εθνικής ταυτότητας
Με αυτές τις προϋποθέσεις μπορούν και πρέπει οι μετανάστες να αποτελέσουν μέρος της Ελληνικής κοινωνίας και Πολιτείας, αφού καθημερινά μετέχουν σ’ ένα δημοψήφισμα Ελληνικότητας, που αποτελεί κατά μεγάλο ιστορικό και καθηγητή Έρνεστ Ρενάν5 βασικό στοιχείο εγκυρότητας της έννοιας του «Έθνους». Θα μπορούσαμε, συνεπώς, άραγε –ηθικά, νομικά, πολιτικά, εθνικά κλπ.– να αποστερήσουμε τους νόμιμους μετανάστες από τη βούλησή τους για παρόμοια ενσωμάτωση, επικαλούμενοι πάσης φύσεως φοβίες και εθνικιστικά σύνδρομα που μόνον ρατσιστικά και αντί-ανθρωπιστικά μοντέλα αναβιώνουν; Εξάλλου, η περιθωριοποίηση ομάδων πληθυσμού και η γκετοποίηση τους, η καλλιέργεια κλίματος καχυποψίας και περιφρόνησης (ρατσισμός) απέναντι σε πρόσωπα με διαφορετικά φυσικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, μόνον επικίνδυνα φαινόμενα για όλους μας μπορούν να επιφέρουν.

ΙV) Δημοψήφισμα και νομιμοποίηση
Ασφαλώς η μαζική και ανεξέλεγκτη εισροή εκατοντάδων χιλιάδων οικονομικών μεταναστών από τις χώρες της Αφρικής και της Ασίας, προκαλεί μείζονα προβλήματα, τα οποία οξύνονται, όταν δεν υπάρχουν σταθερές και συλλογικές πολιτικές για την αντιμετώπισή τους. Χρειάζεται, λοιπόν, η θέσμιση κατάλληλων πολιτικών στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και ειδικά προγράμματα απασχόλησης και ανάπτυξης.
Η αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ρατσισμού –που πυροδοτείται συχνά από συγχύσεις και λαθεμένα στοιχεία– επιτυγχάνεται σε δύο επίπεδα: σ’ ένα ανθρωπιστικό και σ’ ένα θεσμικό.
Σε ανθρώπινο επίπεδο, ο ρατσισμός είναι αντίθετος με τις εθνικές μας παραδόσεις, πολιτιστικές και θρησκευτικές.
Σε θεσμικό επίπεδο οφείλουμε να οικοδομήσουμε σταθερούς κανόνες, ώστε να είναι δυνατή η σημερινή συμβίωση περισσότερων ομάδων πληθυσμών σε μια χώρα. Όσον αφορά αυτή την επιδίωξη, δύο κύρια μοντέλα ενσωμάτωσης ισχύουν παγκοσμίως.
Το πρώτο –που εφαρμόζεται συνεχώς εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα στις ΗΠΑ– είναι αυτό της πολιτισμικής αφομοίωσης (melting pot). Η αφομοίωση αυτή επιτυγχάνεται με τη μέθεξη του μετανάστη στα πολιτισμικά και παιδευτικά πρότυπα της χώρας υποδοχής, καθώς και στη χορήγηση πολιτικών δικαιωμάτων (όπως είναι το δικαίωμα ψήφου), ώστε να αισθάνεται πραγματικός πολίτης –με δικαιώματα και υποχρεώσεις– στη χώρα όπου ζει.
Το δεύτερο είναι το σύστημα του πολιτισμικού μωσαϊκού (mosaic), το οποίο δεν καταλύει την αυτοτέλεια των ανθρώπων διαφορετικών ομάδων που ζουν στον ίδιο κρατικό χώρο, με την προϋπόθεση οι κοινότητες αυτές των πολιτών να σέβονται και να υπακούουν στους θεσμούς και στους κανόνες της κυρίαρχης εθνότητας, που θεσπίζονται άλλωστε και με τη συμμετοχή και των επί μέρους κοινοτήτων και ομάδων.
Η προσέγγιση ενός τόσο σοβαρού ζητήματος απαιτεί προσεχτική πολιτική αντιμετώπιση και όχι λαϊκισμούς και επιδιώξεις κομματικών σκοπιμοτήτων, του τύπου «λαϊκό δημοψήφισμα». Πρόκειται για σύνθετο πρόβλημα, με πολλές παραμέτρους, που κατ’ αρχάς δεν μπορούν ν’ απαντηθούν με ένα «ναι» ή ένα «όχι» και μάλιστα σε ερώτημα μιας ή δύο προτάσεων.
Παρόμοια δημοψηφίσματα και μάλιστα με διαδικασίες διαδικτύου ή συλλογής τυχαίων υπογραφών -αντίθετα κατ’ ουσίαν με το πνεύμα της Συνταγματικής και Δημοκρατικής νομιμότητας- ευτελίζουν την ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας και καθίστανται έρμαια των συναισθημάτων της συγκυρίας και των προσωρινών εξωλογικών διαθέσεων. Συγχρόνως, αναιρούν τα συγκροτημένα θεσμικά όργανα της Πολιτείας, όπως η Κυβέρνηση, η Βουλή, τα κόμματα και υπηρετούν προσωρινές επικοινωνιακές ή άλλες σκοπιμότητες.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, όμως, η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία χάνει τη δημιουργική της δύναμη. Τα όργανά της (π.χ. Κόμματα) παρακάμπτονται και η αντιμετώπιση πολύπλοκων ζητημάτων –που απαιτεί εξειδικευμένα στελέχη, τα οποία παράγονται συνήθως μέσα από τους κομματικούς σχηματισμούς– εναποτίθεται σε στιγμιαίες, θυμικές, λαϊκίστικες δημοψηφισματικές ετυμηγορίες.
Τελικά, τα δημοψηφίσματα αυτά οικοδομούν ένα «μετά-Δημοκρατικό μόρφωμα», όπου νομιμοποιείται κάθε ευκαιριακή σκοπιμότητα ορισμένων ισχυρών οικονομικών, πολιτικών και μιντιακών κέντρων. Τέτοια, άραγε, δήθεν λαϊκή Δημοκρατία θέλουμε;
(το παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε και στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ στο φύλλο της 13-1-2010)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ τα σχόλια να γίνονται μόνον επώνυμα!