Του Βάϊου Φασούλα
Τη μέθη σου με κέρασες ζωή, γιομάτη απ’ αμαρτία
κι ό,τι ελάχιστα είχα καλά, μες στο πιοτό τα βούλιαξα,
παρηγοριά ν’ αναζητώ την φτώχεια να ξεχάσω,
που μ’ αφανίζει, η άχαρη, τα νιάτα μου κι όλη τη χαρά μου...
...Χαστούκια ρίχνεις διαρκώς, μαύρισες την ψυχή μου,
φτώχεια σκληρή, φτώχεια πικρή, που ξέρεις και χωρίζεις
νέους και νιες που θέλουνε τα σπίτια τους να χτίσουν,
άνεμος γίνεσαι σφοδρός και κάτω τα γκρεμίζεις.
Να μην τολμούν ν’ αγαπηθούν και στη ζωή να σπείρουν
τους έρωτες, τα όνειρα, που μέσα τους ποτίζουν,
μα τους προσφέρεις μαρασμό, άγχος και αγωνία,
κούπα θολή που μας κερνάς, πόνους και δυστυχία.
Πίνω για σε, φτώχεια κακιά και πνίγω τους καημούς μου,
μεθώ γι’ αυτό που αγαπώ και σβήνω την οργή μου
τον έρωτά μας θέλησες να ’χουμε σ’ ένα σκούρο γυαλί
κι απ’ τα κορμιά μας, άχαρη, τους ήλιους να στερείς.
Ποτέ μου δεν κατάφερα καλύβι να της χτίσω,
και μέσα εκεί με έρωτα κυρά μου να στολίσω,
φτώχεια σκληρή και άσχημη χαλάς την ομορφιά,
ό,τι ομορφότερο κι αγνό, μαρτύριο το κάνεις και κακό.
Φτώχεια τρελή που μ’ έσπρωξες στης ξενιτιάς στρατί,
σ’ άγνωστους τόπους μακρινούς, σε άγνωστους ανθρώπους,
μα όλους τους ήλιους της ζωής τους πήρα συντροφιά
μαζί και την Πατρίδα μου, σαν λάβαρο τη σήκωσα ψηλά.
Μέσα στα στήθη μου ζωντανή, της μάνας ζει η ευχή,
και του πατέρα μου βογκητά γίνονται ψαλμωδίες
ευχές πολλές πλημμύρησαν τον κόσμο της ψυχής μου
και της αγάπης μου η φωνή, μύριες μου δίνει ελπίδες.
Στ’ απέραντα σκοτάδια σου θύματα αναζητάς
της δυστυχίας τους καρπούς μόνη σου πια θερίζεις
κι εγώ τους πόνους μου αρμαθιά τους κάνω και μετρώ,
πώς χάνονται στα βάθη σου και σβήνουμε στο χτες σου.
Κόμπο τη δένω την καρδιά, τον κόσμο της ψυχής μου,
όρκο σου δίνω, φτώχεια κακιά, με πίστη θα κρατήσω,
μες στης καλής μου αγκαλιά κάποτε θα γυρίσω,
και τις πικρές τις κούπες σου, κρασί θα τις γεμίσω.
Έλα, θε να σου πω, να πιεις να ζαλιστείς μόνο για μια φορά,
έλα κοντά μου κι ας συρθείς γιομάτη συφορά,
έλα και πες μου ειρωνικά πως ήμουνα δειλός,
γιατί σε απαρνήθηκα κι έφυγα μακριά να ελευθερωθώ.
Και θα μου λες με σαρκασμό, με πάθος, ζήλια κι εμπαιγμό,
όσοι εγκαταλείπουνε τον τόπο τους και μοίρας τους γραφτά,
λείπει από μέσα τους η ψυχή, καρδιά και ανθρωπιά,
κι η ξενιτιά τους πλάνεψε, τους πήρε τα μυαλά.
Εκεί εγώ θε να σ’ αποκριθώ, φτώχεια που φέρνεις φρίκη,
φτώχεια που σπέρνεις, άσπλαχνη, πίκρες και χωρισμό,
κι ανθρώπους απ’ τον τόπο τους κι από το μαχαλά τους
κι από της μάνας αγκαλιά αρπάζεις τα παιδιά της.
Σαδιστικά πειράματα, με τη φωτιά παντοτινά να παίζεις
κι άκαρδα μπήγεις στις καρδιές τα μαύρα σου καρφιά
κι ως ανεμοστρόβιλος κι άσπονδος εχθρός όλα μας τα χαλάς
και τις κρυφές ελπίδες μας να παίζεις στα χαρτιά.
Σκλάβα στα πάθια σου και σέρνεσαι πάνω μας σαν κατάρα,
άλλο απ’ αυτά, που ’ναι σκληρά, δεν έμαθες να δίνεις,
μα θα ’ρθει κάποτε καιρός, γι’ αυτό να μη σε νοιάζει,
όπως στερήθηκα κι έκλαψα πικρά έτσι κι εσύ θα κλάψεις.
Ποτέ μου δεν φοβήθηκα του κόσμου σταυροδρόμια,
μόνο εσέ, φτώχεια αβάσταχτη, πλατιά, του Χάρου αδερφή,
έτσι που πήγαινες κι έτσι που ήθελες να με δεις,
άλλο δεν άντεχα· ή έπρεπε να φύγω ή εσένα να σκοτώσω
Αυτό είναι το μεράκι μου, αυτή και η ευχή μου,
να ’ρθει η στιγμή της λύτρωσης κάπως να ξελαφρώσω,
κι όλοι μαζί, η μάνα μου κι η αγάπη μου με κόκκινο κρασί,
εσένα θα ποτίσουμε στη μέθη να πνιγείς.
ΑΠΟΛΛΩΝ 29.04.1995 Β.Φ.
Τρίτη 11 Μαΐου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ τα σχόλια να γίνονται μόνον επώνυμα!